- σκαλοπιά
- σκᾰλοπιά, ἡ,A blind-rat's run, Thphr.HP7.12.3 (v.l. σκολοπ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαλοπιά — ἡ, Α [σκάλοψ, οπος] η υπόγεια στοά τού ασπάλακα … Dictionary of Greek
σκαλοπιαῖς — σκαλοπιά blind rat s run fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)